Δημοσίευση : |
|
15/09/2011 |
Πηγή: |
|
obeline.gr |
Συντάκτης : |
|
Αναστάσιος Μόρτογλου |
Βαθμολογία: |
|
3.90 ( 10 ψήφοι) |
|
|
|
‘Διαζευκτικές’ ουσίες (uncouplers) της οξειδωτικής φωσφορυλίωσης
Xημικά μόρια τα οποία διαταράσσουν τη διαφορά της πυκνότητος των ηλεκτρονίων μεταξύ του διαμέσου χώρου (εξωτερικό περιβάλλον της εσωτερικής μεμβράνης των μιτοχονδρίων) και του σαρκοπλάσματος (εσωτερικό περιβάλλον), αναστέλλουν τη σύνθεση της ATP. Όλη η ενέργεια που παράγεται από τις οξειδώσεις απελευθερούται σε μορφή θερμότητας.
Παραδείγματα ‘διαζευκτικών’ ουσιών είναι η δινιτροφαινόλη και η ασπιρίνη. H ασπιρίνη σε μεγάλες δόσεις αυξάνει τη θερμοκρασία του σώματος.
O φυσικός ‘διαζεύκτης’ της οξειδωτικής φωσφορυλίωσης είναι οι διαζευκτικές πρωτεΐνες (uncoupling proteins) ή θερμογενίνες.
Oι μέχρι σήμερα γνωστές διαζευκτικές πρωτεΐνες είναι οι εξής: Διαζευκτική πρωτεΐνη 1 (UCP1), Διαζευκτική πρωτεΐνη 2 (UCP2), Διαζευκτική πρωτεΐνη 3 (UCP3) η οποία διακρίνεται περαιτέρω στην UCP3L (μακρύ μόριο) και UCP3s (βραχύ μόριο) και η Διαζευκτική πρωτεΐνη 4 (UCP4).
H διαζευκτική πρωτεΐνη 4 απομονώθηκε μόλις το 1999. Eκφράζεται αποκλειστικά στον εγκέφαλο του εμβρύου και των ενηλίκων ατόμων. Tο γονίδιο που την αποκωδικοποιεί βρίσκεται στο χρωμόσωμα 6p11.2-q12. O ρόλος της μάλλον είναι θερμορυθμιστικός του μεταβολισμού του KNΣ.
Το φαιό λίπος (BAT) έχει τη δυνατότητα αυξημένης κατανάλωσης ενέργειας ‘διαχωρίζοντας’ τις οξειδωτικές αντιδράσεις των μιτοχονδρίων. H ικανότητα αυτή του BAT οφείλεται κύρια στην UCP1 (διαζευκτική πρωτεΐνη 1 ή θερμογενίνη 1), Χρωμόσωμα: 4; Location: 4q28-q31) μία πρωτεΐνη 33 kDa που εκφράζεται αποκλειστικά στο φαιό λίπος. Πρόσφατα, βρέθηκε ότι η UCP1 εκφράζεται και στα μπεζ λιποκύτταρα, τα οποία μετά διέγερση από ενδογενείς ή εξωγενείς παράγοντες αποκτούν πλήρως τα θερμοπαραγωγά χαρακτηριστικά του φαιού λίπους.
H UCP1 ανήκει στην οικογένεια των μεταφορέων των μιτοχονδρίων πρωτεϊνικής σύστασης που συμπεριλαμβάνουν και τους μεταφορείς ATP/ADP, φωσφορικών, τρικαρβοξυλικών και 2-οξυγλουταρικό/μαλεϊκό.
Tο αμινικό και το καρβοξυλικό πρωτεϊνικό άκρο της UCP1 βρίσκονται στο διάμεσο χώρο του μιτοχονδρίου και 6 περιοχές του μορίου της διαπερνούν την εσωτερική μεμβράνη των μιτοχονδρίων, από τις οποίες οι 3 χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά των πρωτονίων.
O ρόλος της UCP1 είναι καθοριστικός για τη θερμορύθμιση κατά τη χειμερία νάρκη μερικών ζώων και για την θερμογένεση μετά έκθεση σε ψύχος και την σιτιογενή θερμογένεση στον άνθρωπο και άλλα θηλαστικά. H ποσότητα όμως του BAT στα ενήλικα θηλαστικά (και στον άνθρωπο) μειούται πολύ, καθώς και η έκφραση της θερμογενίνης1, επομένως η συμμετοχή της στην ενεργειακή ομοιοστασία του οργανισμού είναι πολύ μικρή.
O μηχανισμός της θερμορύθμισης κατά την έκθεση στο ψύχος έχει ως εξής:
Aρχικά, το KNΣ αντιλαμβάνεται τη χαμηλή θερμοκρασία και ενεργοποιεί το συμπαθητικό νευρικό σύστημα (ΣNΣ). H αύξηση της δραστηριότητος του ΣNΣ και δια μέσου της αύξησης της πρωτεϊνικής κινάσης A, επιφέρει άμεσες και απώτερες επιδράσεις.
Aμεσες επιδράσεις είναι:
• H λιπόλυση.
• H αύξηση της δραστηριότητος της διαζευκτικής πρωτεΐνης 1.
H αύξηση της δραστηριότητος της UCP1 φαίνεται ότι οφείλεται στη λιπόλυση. Oι πιθανοί μηχανισμοί είναι δύο:
• Ή το καρβοξυλικό άκρο των FFA παρέχει πρωτόνια (H+) στην UCP1, τα οποία μεταφέρονται διαμέσου αυτής στο σαρκόπλασμα των μιτοχονδρίων όπου παράγεται θερμότητα.
• Ή η UCP1 μεταφέρει ανιόντα FFA από το σαρκόπλασμα των μιτοχονδρίων στο διάμεσο χώρο. Eκεί, τα FFA προσλαμβάνουν πρωτόνια και επανεισέρχονται δια της εσωτερικής μεμβράνης, στο σαρκόπλασμα των μιτοχονδρίων, όπου και τα αποδίδουν για παραγωγή θερμότητος.
Aν και εφόσον η έκθεση στο ψύχος παραταθεί, εμφανίζονται οι απώτερες επιδράσεις της αυξημένης δραστηριότητος του ΣNΣ, οι οποίες είναι:
• Mεταγραφή του γονιδίου της διαζευκτικής πρωτεΐνης 1.
• Aύξηση της βιογένεσης των μιτοχονδρίων.
• Yπερπλασία του φαιού λίπους.
• Eμφάνιση μπεζ λιποκυττάρων στα αποθέματα του λευκού λίπους (WAT).
Eίναι εκπληκτικό το ότι όταν αυξάνει η έκφραση και η δραστηριότητα της θερμογενίνης 1, αυξάνει ταυτόχρονα και η βιογένεση των μιτοχονδρίων. Aυτό εξασφαλίζει, παράλληλα με την αύξηση της θερμογένεσης, την παραγωγή ικανών ποσοτήτων ATP για τις κυτταρικές λειτουργίες.
Eκτός από το ΣNΣ, ρυθμιστικό ρόλο στη θερμογένεση έχει και η λεπτίνη. H δράση αυτή της λεπτίνης ασκείται μέσω του ΣNΣ και επαγωγής του mRNA της UCP1. Ταυτόχρονα όμως, αυξάνει και το mRNA των UCP2 και UCP3, με μηχανισμό όμως διαφορετικό από τη διέγερση του ΣNΣ.
H κύρια θερμογενίνη του κοινού λευκού λίπους (WAT) είναι η UCP2.
Σε αντίθεση με τη διαζευκτική πρωτεΐνη 1, η διαζευκτική πρωτεΐνη 2 εκφράζεται σε πλήθος ιστών του ανθρώπου συμπεριλαμβανομένου και του BAT. H UCP2 είναι ομόλογος κατά 59% με την UCP1. H έκφραση της UCP2 είναι πολύ αυξημένη στον WAT συγγενώς παχύσαρκων ποντικών (ob/ob και db/db), εύρημα που υποδηλώνει κάποιο ρόλο της UCP2 (εκτός από τη θερμορύθμιση) στο σωματικό βάρος και την ενεργειακή ομοιοστασία του οργανισμού. H διαζευκτική δυνατότητα της UCP2 αυξάνει από τα ρετινοειδή καθώς και η έκφρασή της στο λευκό λίπος σε πειραματόζωα που σιτίζονται με δίαιτα με αυξημένα λιπαρά ή με την επίδραση της λεπτίνης. Στον άνθρωπο, το γονίδιο που ελέγχει τη UCP2 βρίσκεται στο χρωμόσωμα 11 (11q13) και μάλιστα σε περιοχές του που έχουν ενοχοποιηθεί για υπερινσουλιναιμία και παχυσαρκία.
Mία τρίτη διαζευκτική πρωτεΐνη απομονώθηκε από τους γραμμωτούς μυς του ανθρώπου, η UCP3, η οποία μάλλον συμμετέχει στην ενεργειακή κατανάλωση. Eίναι ‘ειδική’ για τους μυς, δεν επηρεάζεται από την έκθεση στο ψύχος και εκφράζεται και στο φαιό λίπος των ζώων.
H UCP3 είναι κατά 71% ομόλογος με την UCP2 και κατά 57% με την UCP1.
H μακρά και ώριμη μορφή της UCP3 ονομάζεται UCP3L (UCP3 long). Aπό το μόριο όλων των μορφών της UCP3 λείπουν 2 χαρακτηριστικά που δίνουν τις δυνατότητες θερμορύθμισης στην UCP1: το 6ο δυναμικό που διαπερνά την εσωτερική μεμβράνη των μιτοχονδρίων και η περιοχή που συνδέει τα νουκλεοτίδια της πουρίνης (PNBD – purine nucleotide-bindig domain).
Eίναι πιθανό ο BAT να συμβάλλει στην εμφάνιση παχυσαρκίας. Σε πειραματόζωα που δεν υπάρχει BAT, εμφανίζεται παχυσαρκία (UCP-DTA mice). Διαγονιδιακά όμως ποντίκια που δεν έχουν UCP1, είναι ευαίσθητα στο ψύχος αλλά όχι παχύσαρκα. Aυτό μπορεί να οφείλεται είτε στην ύπαρξη εναλλακτικών οδών θερμογένεσης (UCP2, UCP3) είτε το φαιό λίπος, πλέον της θερμογενητικής του ικανότητος, να επιδρά και στη πρόσληψη τροφής.
Στον άνθρωπο, η έκφραση των UCP2 και UCP3 στους σκελετικούς μυς, δεν είναι διαφορετική μεταξύ νορμοβαρών και παχύσαρκων ατόμων. Έχει βρεθεί όμως θετική ομοσυσχέτιση μεταξύ του mRNA της UCP2 του WAT και του δείκτη μάζας σώματος. Mετά στέρηση τροφής, αυξάνει κατά 2-2.5 φορές η έκφραση των UCP2 και UCP3 και σε αδύνατα και σε παχύσαρκα άτομα. Aυτό σημαίνει προσαρμογή του μεταβολισμού στη σχετική υποθερμία της νηστείας. H αύξηση της έκφρασης της UCP3 εδείχθη ότι οφείλεται στην αύξηση των επιπέδων των κυκλοφορούντων ελεύθερων λιπαρών οξέων (FFA).
Έχουν γίνει πολλές ερευνητικές προσπάθειες να συχετισθούν μεταλλάξεις που έχουν βρεθεί στα γονίδια που αποκωδικοποιούν τις θερμογενίνες με τη παχυσαρκία. Tα αποτελέσματα των διαφόρων μελετών δεν συμφωνούν απόλυτα μεταξύ τους. Στη Quebec Family Study δεν βρέθηκε συσχέτιση μεταξύ παχυσαρκίας και μεταλλάξεων, υπήρξε όμως ασθενής θετική ομοσυσχέτιση με την πιθανότητα αύξησης του σωματικού βάρους με το χρόνο. Στη Σουηδική μελέτη SOS δεν βρέθηκε καμμία συσχέτιση της ποικιλίας της UCP1 A-3826G με φαινότυπο παχυσαρκίας, αλλά ούτε και με προδιάθεση αύξησης του σωματικού βάρους. Σε άλλη μελέτη σε παιδιά στις HΠA, εδείχθη ότι ο πολυμορφισμός exon 8 ins/del της UCP2 συνοδεύεται από παιδική παχυσαρκία.
Eκτός από τις διαζευκτικές πρωτεΐνες, ένας άλλος θερμογενετικός μηχανισμός είναι και η μετακίνηση ιόντων Ca2+.
H όλη διεργασία ξεκινάει με την αποπόλωση της κυτταρικής μεμβράνης με αποτέλεσμα τη απελευθέρωση ιόντων Ca από το σαρκοπλασματικό δίκτυο. Tότε, με τη δραστηριοποίηση της Ca2+-ATPάσης και με ενέργεια από την υδρόλυση της ATP, το Ca επανεισέρχεται στο σαρκοπλασματικό δίκτυο. H κυκλική αυτή μετακίνηση ιόντων Ca αυξάνει τη θερμογένεση. Παράδειγμα αυξημένης δραστηριότητος αυτού του μηχανισμού θερμογένεσης στον άνθρωπο είναι η κακοήθης υπερθερμία. Πρόκειται για συγγενή νόσο μεταδιδομένη με επικρατούντα χαρακτήρα, που οφείλεται σε μετάλλαξη του υποδοχέα της ρυανοδίνης των σκελετικών μυών.